- δυσόρατος
- δυσόρᾱτος , δυσόρατοςhard to seemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσόρατος — η, ο (Α δυσόρατος, ον) 1. αυτός που γίνεται δύσκολα ορατός ή αντιληπτός αρχ. 1. απαίσιος, φοβερός στη θέα 2. ασεβής 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσόρατον το αθέατο μέρος … Dictionary of Greek
δυσοράτω — δυσορά̱τω , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut nom/voc/acc dual δυσορά̱τω , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατον — δυσόρᾱτον , δυσόρατος hard to see masc/fem acc sg δυσόρᾱτον , δυσόρατος hard to see neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτοις — δυσορά̱τοις , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτου — δυσορά̱του , δυσόρατος hard to see masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσοράτους — δυσορά̱τους , δυσόρατος hard to see masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατα — δυσόρᾱτα , δυσόρατος hard to see neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσόρατοι — δυσόρᾱτοι , δυσόρατος hard to see masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)